- ούτως
- και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος](το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ' αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ)νεοελλ.φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» — κάτω από αυτές τις συνθήκες ή περιστάσεις, όπως έχουν τα πράγματαβ) «ούτως ή άλλως» — πάντως, οπωσδήποτε, έτσι κι αλλιώςγ) «ούτως ειπείν» — κατά κάποιον τρόπο, σαν να λέμεαρχ.Ι. 1. (όταν αναφέρεται σ' αυτό που ακολουθεί) ως εξής («οὕτω χρὴ ποιεῑν ἐάν...», Ξεν.)2. (μερικές φορές με συμπερ. έννοια) γι' αυτό, όθεν3. (με επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», Ομ. Ιλ.β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῑν ἐρᾷ», Σοφ.)4. (με μειωτική δύναμη) απλώς μόνο5. εκ τού προχείρου, αμέσως («ἄλλ' οὕτως ἄπει;», Σοφ.)II. ΙΔΙΑΖΟΥΣΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. με προστακτική γιά έμφαση («κεῑσ' οὕτως», Ομ. Ιλ.)2. για ευχές ή προσευχές («ὅτω νῡν Ζεὺς θείη» — έτσι να δώσει ο θεός, Ομ. Οδ.)3. κατά την έναρξη διήγησηςIII. ΘΕΣΗ: 1. συν. τίθεται πριν από τη λέξη που προσδιορίζει, αλλά στους ποιητές μερικές φορές μετά από αυτήν («λίην οὕτω», Ομ. Οδ.)2. σπαν. στο τέλος πρότασης3. μερικές φορές χωρίζεται από τη λέξη που προσδιορίζει («οὕτως ἔχει τι δεινόν», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.